Τα τρία ονοματεπώνυμα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία – Αλέξης Γρηγορόπουλος, Παύλος Φύσσας και Ελένη Τοπαλούδη
(εικόνα από atexnos.gr)
Του Αριστείδη Κολετζάκη*
Δίχως αμφισβήτηση η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει πλειάδα δικαστικών υποθέσεων άξιων αναφοράς. Τα ελληνικά δικαστήρια σε αρκετές περιπτώσεις κατά το παρελθόν έχουν κληθεί να αποφανθούν επί σημαντικών ποινικών αδικημάτων προς τα οποία είχε στρέψει σύσσωμη η ελληνική κοινωνία το ενδιαφέρον της αναμένοντας τη δικαστική ετυμηγορία. Η πραγματικότητα είναι πως μέσα από αυτήν τη δεξαμενή συγκλονιστικών ποινικών υποθέσεων τρεις υποθέσεις έχουν καταφέρει να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του συνόλου της κοινωνίας. Τρία ονόματα, τρία επώνυμα, τρεις διαφορετικές ιστορίες και πάνω απ’ όλα τρεις χαμένες ζωές προκάλεσαν έντονα συναισθήματα σε κάθε Ελληνίδα και σε κάθε Έλληνα.
Δίχως αμφιβολία, η πρώτη χρονικά υπόθεση από τις τρεις που ξεχωρίζουν αφορά τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Αφορά ένα παιδί που διένυε μόλις το 15ο έτος της ζωής του όταν ένα όργανο της τάξεως αποφάσισε να τραβήξει όπλο και να πυροβολήσει έχοντας απόλυτη γνώση των τυχόν συνεπειών της συγκεκριμένης κίνησης του θεωρώντας πως η απελευθέρωση σφαίρας από το υπηρεσιακό του όπλο ήταν το πρόσφορο και ανάλογο μέτρο έναντι ενός 15χρονου παιδιού. Εκείνο το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου ένας κατά τα άλλα εκπαιδευμένος δημόσιος υπάλληλος στον οποίο το κράτος είχε αναθέσει την τήρηση της τάξεως και τη διασφάλιση της ακεραιότητας των πολιτών κατέστησε το βίο ενός πολίτη ως βραχύ δολοφονώντας τον.
Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας εκδίδοντας την καταδικαστική του απόφαση στις 11 Οκτωβρίου 2010 κατονόμασε τον δολοφόνο ως εριστικό, ανάρμοστο και προκλητικό σχολιάζοντας τη συμπεριφορά του ως εμφορούμενη από την ασφάλεια που του παρείχε η παρουσία του υπηρεσιακού του όπλου. Το εν λόγω υπηρεσιακό όπλο θα έπρεπε, εντούτοις, να γνωρίζει ο μετέπειτα δολοφόνος ότι δεν του το παρέχει το ελληνικό κράτος για να δολοφονεί αλλά για να προστατεύει την κοινωνία. Οι περιπτώσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η χρήση του υπηρεσιακού όπλου είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένες και εξαντλητικές ως προς τον αριθμό τους το οποίο ακριβώς σημαίνει πως λόγω της άμεσης επικινδυνότητας του δεν επιστρατεύεται σε κάθε περίπτωση και δη δεν επιστρατεύεται ενώπιον ενός 15χρονου αγοριού υπό τις περιστάσεις που διεπράχθη το έγκλημα που του στέρησε τη ζωή.
Τέλος, η σημασία της εν λόγω υπόθεσης στην ελληνική κοινωνία καθίσταται πασίδηλη στην κάθε μαύρη επέτειο της 6ης Δεκεμβρίου με σύσσωμη τη νεολαία να αντιδρά και να διαμαρτύρεται ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία που δολοφονεί και στο κράτος που σίγουρα δεν καταδικάστηκε δικαστικά αλλά καταδικάστηκε στη συνείδηση κάθε Έλληνα ως έχον ευθύνη για το χαμό ενός παιδιού από τα πυρά ενός υπαλλήλου του.
Η δεύτερη δικαστική υπόθεση είναι ίσως η πιο πολυσυζητημένη στην ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης εάν εξαιρεθεί η Δίκη των Έξι του 1922. Η εν λόγω υπόθεση αφορά τη δίκη ενός -πρώην κοινοβουλευτικού- κόμματος που εκπροσωπούσε σχεδόν 450.000 Έλληνες πολίτες σύμφωνα με τις καταμετρήσεις των εκλογών του 2012. Πιο συγκεκριμένα, ο Παύλος Φύσσας διένυε μόλις το 34ο έτος της ηλικίας του όταν λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων κατέστη στόχος της συγκεκριμένης πολιτικής ομάδος η οποία ευρίσκεται πλέον σύσσωμη στο εδώλιο του κατηγορουμένου με κυρία κατηγορία τη σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης.
Εκείνο το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου του έτους 2013 επρόκειτο να ήταν και το τελευταίο του επίσης βραχυχρόνιου βίου του Παύλου. Εκείνο το βράδυ δολοφονήθηκε άγρια από το μαχαίρι του επίδοξου δολοφόνου, η παραδειγματική καταδίκη του οποίου αναμένεται να εκδοθεί από την Ελληνική Δικαιοσύνη την 7η Οκτωβρίου 2020. Το εκδικάζον Δικαστήριο οποία απαιτείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων αποδεικνύοντας ότι σκοπός της ποινικής δικαστικής εξουσίας είναι η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας διασφαλίζοντας την προστασία των πολιτών από εγκληματικά στοιχεία.
Η Χρυσή Αυγή ευρίσκεται από το 2013 στο σκαμνί του κατηγορούμενου έχοντας να αντιμετωπίσει πλειάδα κατηγοριών.
Πρώτον, κατηγορείται για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Δεύτερον, κατηγορείται για τη σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης.
Τρίτον, κατηγορείται για την επίθεση εναντίων Αιγυπτίων αλιεργατών.
Τέταρτον, κατηγορείται για την επίθεση εναντίον μελών του ΠΑΜΕ
. Πέμπτον, κατηγορείται για τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν.
Έκτον, κατηγορείται για την απόπειρα δολοφονίας μαθητή στο Παλαιό Φάληρο.
Τέλος κατηγορείται και για τον εμπρησμό καταστήματος Καμερουνέζου υπηκόου στην Πλατεία Αμερικής.
Όλες οι ανωτέρω κατηγορίες αφορούν ποινικά αδικήματα τα οποία διεπράχθησαν τη διετία 2012-2013 όταν και το υπό κατηγορία κόμμα κατείχε 450.000 υποστηρικτές και ψηφοφόρους οι οποίοι ήταν ιδιαιτέρως συνειδητοποιημένοι καθώς το υποστήριξαν και στις εκλογές του Μαΐου 2012 και στις εκλογές του Ιουνίου 2012 και στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι οι οποίοι συνεχίζουν να διαβιώνουν στην ίδια κοινωνία με εκατομμύρια συμπολίτες τους οφείλουν να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη τους καθώς με την υποστήριξη τους έδωσαν το βήμα και τη δύναμη στο υπό κατηγορία μόρφωμα και να ευρίσκεται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και να διαπράττει όλα τα προαναφερθέντα ειδεχθή εγκλήματα. Καταληκτικά, η Χρυσή Αυγή ως πολιτικό κόμμα τέθηκε στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση εκτός Ελληνικού Κοινοβουλίου χάνοντας το ήμισυ των ψηφοφόρων της οι οποίοι πιθανώς να συνειδητοποίησαν , έστω και αργά, πως η ψήφος τους ήταν ταυτοχρόνως και ψήφος επιδοκιμασίας προς τις εγκληματικές τάσεις και ροπές του κόμματος.
Το τρίτο ονοματεπώνυμο δεν αποτελείται απλώς από δύο λέξεις. Αποτελείται από ένα όνομα και από ένα επώνυμο που έμεινε χαραγμένο ιδίως στην ψυχή κάθε Ελληνίδας. Το εν λόγω ονοματεπώνυμο δεν είναι άλλο από το “Ελένη Τοπαλούδη”. Πρόκειται για μία γυναίκα που αισθάνθηκε στο έπακρον τη σαπίλα και την υποβάθμιση της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για μία γυναίκα που βιάστηκε και δολοφονήθηκε άγρια όχι μόνο από τους δύο εγκληματίες αλλά από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας που δεν έχει μάθει στον καθένα μας να σεβόμαστε το γυναικείο φύλο. Δεν έχει καμία σημασία ο πρότερος βίος της Ελένης πριν τον βιασμό της και τη δολοφονία της. Δεν έχει καμία σημασία εάν είχε ή εάν δεν είχε μόνιμη σχέση. Δεν έχει καμία σημασία σε ποίον έδιδε συγκατάθεση για ερωτική επαφή καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της. Δεν θα έπρεπε να νοιάζει ούτε τον δικαστή που εκδίκασε την υπόθεση όπως και δεν τον ένοιαξε. Σε υποθέσεις βιασμού εκδικάζεται το συγκεκριμένο περιστατικό και η συγκεκριμένη ύπαρξη ή μη συναινετικής επαφής. Είναι τουλάχιστον αίσχος να εμφανίζονται σε τέτοιες δίκες υπερασπιστικές γραμμές που να υποστηρίζουν δίχως ίχνος ντροπής την ανυπαρξία μόνιμης σχέσης της Ελένης. Το γεγονός ότι δεν είχε μόνιμη σχέση δεν δίνει σε κανέναν το δικαίωμα ούτε να την αγγίξει. Δική της ήταν η ζωή με τους δύο βιαστές και δολοφόνους να της την κλέβουν.
Η Ελένη υπήρξε θύμα της πατριαρχίας, υπήρξε θύμα της αίσθησης πως το γυναικείο φύλο είναι κατώτερο, υπήρξε θύμα της ανδρικής βούλησης που με όπλο τη σωματική δύναμη υποτάσσει τη γυναικεία. Όχι, όμως, κύριες και κύριοι.
Το Όχι σημαίνει Όχι και αυτό πρέπει να το καταλάβει ο καθένας μας. Αυτό πρέπει να γίνει μέρος της ψυχής μας για να μην υπάρξει άλλη Ελένη.
Τρεις υποθέσεις που συγκλόνισαν και συγκλονίζουν. Τρεις υποθέσεις που άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική κοινή γνώμη. Τρεις υποθέσεις που έχουν γίνει μία στη συνείδηση των Ελλήνων με την υπόθεση του Αλέξη να καταδεικνύει έναν ένοχο, με την υπόθεση της Ελένης να καταδεικνύει δύο ενόχους και με την υπόθεση της Χρυσής Αυγής να αναμένεται να τους καταδείξει όλους ένοχους. Δεν είναι αθώοι, οι ναζί ανήκουν στη φυλακή.
*Τεταρτοετής φοιτητής Νομικής του δημοσίου Πανεπιστημίου Κύπρου